- ἐσφαλμένους
- σφάλλωmake to fallperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλογιστικός — ή, ό, ΝΑ [παραλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού 2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς. επίρρ... παραλογιστικῶς Α με παραλογιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
παρρησιάζομαι — ΜΑ [παρρησία] 1. εκφράζω τη γνώμη μου με παρρησία 2. είμαι γενναίος, ενεργώ με γενναιότητα («ὑπέρ εὐσεβείας ἀποθνήσκειν καὶ παρρησιάζεσθαι ἐν αὐτῇ πρὸς ἐσφαλμένους», Ωριγ.) 3. δείχνω άκαιρη, υπερβολική αυτοπεποίθηση («κτᾱται ἄνθρωπος τὸν φόβον… … Dictionary of Greek
ψευδογράφος — ον, ΜΑ αυτός που γράφει ψεύδη, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια αρχ. αυτός που σχεδιάζει εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα ή που κάνει εσφαλμένους γεωμετρικούς υπολογισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γράφος*] … Dictionary of Greek
ψευδογραφώ — έω, ΜΑ [ψευδογράφος] γράφω ψεύδη, παραποιώ την αλήθεια αρχ. 1. σχεδιάζω εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα 2. απεικονίζω με σφάλματα 3. κάνω εσφαλμένους υπολογισμούς … Dictionary of Greek
БЛАГОДАРСТВЕННЫЕ МОЛИТВЫ ПОСЛЕ ПРИЧАЩЕНИЯ — [греч. Εὐχαριστία μετὰ τὴν θείαν μετάληψιν, церковнослав. ], молитвы, читаемые после Причащения Св. Таин. Главный предмет христ. благодарения это совершенное Христом искупление и восстановление человеческой природы, дарованная всякому верующему… … Православная энциклопедия